Ιδεολογία. Τα κίνητρά μας -ως ανθρώπινα όντα- οδηγούνται και από συνθήκες που ξεπερνούν σαφώς τα όρια των προσωπικών μας ταυτοτήτων· κι έχουν απρόσωπο χαρακτήρα. Σημαντικό μέρος αυτών των συνθηκών πηγάζουν από τη σωματική-βιολογική διάσταση της ύπαρξή μας και τις συνοδές αδυσώπητες απαιτήσεις της. Μια άλλη συνθήκη που έχει μια τέτοια μη προσωποποιημένη διάσταση και ταυτόχρονα μας προσανατολίζει και μας οδηγεί είναι η πίεση από την κοινότητα-κοινωνία και τις ομάδες που ανήκουμε. Οι οποίες επεκτείνονται και στο χρόνο – στην ιστορία των οικογενειών και των λαών- και στο χώρο -στους θεσμούς, στον πολιτισμό, και την πολιτική. Πολύ μακρύτερα από τα προφανή όρια της προσωπικής ύπαρξης (Tubert-Oklander, 2013a, 2014).
Διεργασίες
Τέτοιες κοινωνικές διεργασίες μας περιβάλλουν, μας διαπερνούν και μας καθορίζουν. Υφίστανται ανεξάρτητα από τη σκέψη και τη θέλησή μας. Είναι δυνατόν να τροποποιηθούν -μόνο εν μέρει- μέσω συλλογικής και μακροχρόνιας προσπάθειας. Αυτό τις καθιστά παρούσες στη συνειδητή πραγματικότητα. Όμως, αναμένεται να έχουν εγγραφή και στο ασυνείδητο και μάλιστα όχι λιγότερο από τις σωματικές και βιολογικές διεργασίες. Η ασυνείδητη φαντασίωση, ολοκληρωμένη πλέον με την εγγραφή της συνειδητής πραγματικότητας, αντικατοπτρίζει ολόκληρη την πραγματικότητα -εσωτερική, εξωτερική και συμβολική. Χωρίς ,πλέον να είναι σε θέση κανείς να τις διαχωρίσει κι «αναγκαστικά» να υπάρχουμε ως κράμα αυτής της συνθήκης πραγματικότητας.
Σκέψη
Οι κοινωνικές διεργασίες -κι ο αντίκτυπός τους- στην ατομική και ομαδική σκέψη, στο συναίσθημα και το πράττειν είναι κυρίως ασυνείδητες. Διαφέρουν κι έρχονται σε αντίθεση με τη συνειδητή εικόνα που έχει η κοινωνία και τα μέλη της για τον εαυτό της/τους. Όπως αντίστοιχα η εσωτερική αλήθεια του ατόμου για τον εαυτό του, έρχεται σε αντίθεση με αυτή την προσεκτικά λογοκριμένη κι εξιδανικευμένη εικόνα εαυτού, που επιτρέπει να φαίνεται. Το φαινόμενο, αυτό με όρους κοινωνικοπολιτικούς, ονομάστηκε «ιδεολογία» (Κ.Marx, 1932 – F.Engels, 1845).
Ιδεολογία
Η ιδεολογία, με αυτή την έννοια, αποτελεί την ψευδή εικόνα που έχουν τα μέλη μιας κοινωνίας, γι’ αυτήν, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Και συνήθως η ψευδής εικόνα πρέπει να διαφοροποιείται σαφώς από την τρομερή πραγματικότητα που κρύβει. Γεγονός παραμένει ότι για το υποκείμενο τα αληθινά κίνητρά του, του είναι, τις περισσότερες φορές, άγνωστα -όπως έχει δείξει η ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη. Η συνθήκη βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα κοινωνικά δρώμενα. Τόσο τα άτομα όσο κι οι ομάδες καθορίζουν αυτό που ορίζουν ως πραγματικότητα, βάσει των εμπειριών, των προδιαθέσεων και των συμφερόντων τους· χωρίς μάλιστα να έχουν επίγνωση της πραγματικότητας ότι κατασκευάζουν την πραγματικότητα (Berger & Luckmann, 1966). Αυτό ισχύει για όλους· για ασθενείς, ψυχαναλυτές, πολιτικούς, θεωρητικούς κι «απλούς» πολίτες.
Αλήθεια
Ίσως το ζητούμενο είναι η αλήθεια, με όλες τις μορφές της. Έχει να κάνει με ένα μύνημα -μια δήλωση, μια κατασκευή, μια ερμηνεία. Που πείθει μέσω της εγκυρότητάς της τόσο τον πομπό όσο και τον δέκτη. Η εμπειρία της αλήθειας μας δίνει τη βεβαιότητα, η οποία μάλλον θα πρέπει να μην είναι απόλυτη, αλλά αρκετά καλή -δηλαδή ικανοποιητική κι επαρκής- για ένα δεδομένο πλαίσιο. Ικανοποιείται έτσι μια βασική και πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπινου πνεύματος. Να έχει, δηλαδή στη διάθεσή του ορισμένες ιδέες που μπορούν να θεωρηθούν έγκυρες – τουλάχιστον κατά την τρέχουσα συνθήκη- ως βάση σκέψης, συσχέτισης και δράσης. (W. Bion,1962, 1970). Παρόλο που αυτό ισχύει για τη συναισθηματική αλήθεια, την ουσία της ψυχαναλυτικής διεργασίας κι αναζήτησης, αυτή η ανάγκη περιλαμβάνει επίσης τις σχεσιακές, κοινωνικές, πολιτικές, και ηθικές πτυχές της αλήθειας.