«Αποσύνδεση»

Dissociation

Ο όρος «αποσύνδεση» καταδεικνύει την ψυχική κατάσταση όπου η σχέση ανάμεσα στο συναίσθημα, τη σκέψη και τη συνείδηση απορρυθμίζεται, αφήνοντας το υποκείμενο χωρίς βιώσιμο δεσμό με τον εαυτό και τον άλλον. Είναι η φυσιολογική και ίσως επικίνδυνη λειτουργία του νου να διασπάται σε ξεχωριστές καταστάσεις του εαυτού, κάθε μία από τις οποίες διατηρεί τη δική της «αλήθεια» (Bromberg, 2010). Όταν το τραύμα εισβάλλει, αυτές οι καταστάσεις παύουν να επικοινωνούν, και το χωροχρονικό πεδίο της σχέσης παγώνει. Αφορά λοιπόν την ίδια την ικανότητα να συνυπάρχουμε. Είναι μια διαψυχική αμνησία, μια ασυνείδητη συμφωνία να μη νιώθουμε ταυτόχρονα.

Ο ψυχισμός αρνείται τη μεταβολή του συναισθήματος σε σκέψη και αποκόπτει τους δεσμούς που συνδέουν τα βιώματα με το νόημά τους (Bion, 1959). Ομετέφερε την έννοια αυτή Στο συλλογικό πεδίο προκύπτει ως κοινωνική αποσύνδεση, ως ανικανότητα της κοινότητας να μεταβολίζει την αγωνία της σε δημόσιο, διαμοιραζόμενο λόγο (Levenkron, 2025). Η) θα πρόσθετε πως Η αποσύνδεση αποτελεί και πολιτικό φαινόμενο, ως μια μορφή «ομαδικής απάρνησης», όπου τα υποκείμενα αποσπούν το βλέμμα από τον πόνο του άλλου για να διασώσουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας (Layton, 2009).

Στην κλινική πράξη, η αποσύνδεση αναγνωρίζεται από τη διάσπαση της ροής, από το άδειασμα του βλέμματος, από την απουσία συναισθηματικού συντονισμού. Δεν είναι πάντα φανερή· συχνά εκδηλώνεται ως υπερ-συγκρότηση, ως παγωμένη ψευδο-συνέπεια. Το διάκενο που δημιουργεί μπορεί να τρομάζει, αλλά είναι και ο μόνος τόπος όπου το τραύμα μπορεί να μετασχηματιστεί, αν η θεραπευτική σχέση κατορθώσει να το αντέξει χωρίς να το γεφυρώσει πρόωρα. Στις στιγμές αυτές ο χρόνος παύει να είναι γραμμικός. Το παρελθόν επιστρέφει όχι ως μνήμη αλλά ως κατάσταση. Μιλάμε για κάτι που «μας συνέβη», μα το πρόσωπό μας μεταβάλλεται, άλλος τόνος, άλλη αναπνοή, άλλο βλέμμα. Είναι μια μετάβαση σε «άλλη κατάσταση εαυτού». Το τραύμα ζει ως ασυνέχεια στη συνείδηση, σαν ρεύμα που βραχυκυκλώνει. Ο αναλυτής, αν κατορθώσει να μη φοβηθεί, γίνεται προσωρινά αγωγός αυτής της ενέργειας. Η αποσύνδεση περνά και από αυτόν· το πεδίο τους γίνεται κοινή μεμβράνη.

Η αποσύνδεση είναι συλλογική συνθήκη. Η καθημερινότητα κυμαίνεται ανάμεσα σε τεχνητές επικοινωνίες και πραγματικά κενά· το κοινό του νοήματος μοιάζει να αποσύρεται, αφήνοντας πίσω του ένα υπόστρωμα φόβου. Οι κοινωνίες διαρρηγνύονται από σχάσεις που δεν είναι μόνο πολιτικά ή θεσμικά, αλλά και συναισθηματικά, ως επιθέσεις στις ίδιες τις δυνατότητες του ανθρώπου να σκέφτεται μαζί με άλλους. Επιθέσεις που λαμβάνουν χώρα στο συλλογικό πεδίο, στα σώματα, στα λόγια, στη δημόσια σιωπή. Όταν η αποσύνδεση εγκαθίσταται κοινωνικά, η ψυχική ζωή στεγνώνει, η σκέψη δεν ρέει, ο χρόνος παγώνει. κοινωνική δυσφορία αναδύεται όταν τα υποκείμενα παύουν να νιώθουν μέρος ενός κοινού πεδίου. Η ψυχική επιβίωση, λοιπόν, απαιτεί όχι μόνο ατομική θεραπεία αλλά και ανασύνδεση με την κοινότητα. Η συν-ρύθμιση που βιώνεται στη θεραπεία είναι μικρογραφία μιας κοινωνικής δυνατότητας: να αντέχουμε ο ένας τον άλλον χωρίς να επιβάλλουμε ομοιομορφία.

Το ανθρώπινο υποκείμενο δεν συγκροτείται ως ενιαία οντότητα αλλά ως σύνολο πολλαπλών καταστάσεων/πλευρών του εαυτού που εναλλάσσονται, μερικές φορές συγκρουσιακά μεταξύ τους. Το τραύμα -είτε ατομικό είτε συλλογικό- δεν καταστρέφει απλώς τη συνέχεια του εαυτού· δημιουργεί «διάκενα», περιοχές όπου το νόημα δεν περνά, όπου η σκέψη σπάει. Σε αυτά τα διάκενα το άτομο χάνει την ικανότητά του να συνδέει το συναίσθημα με τη σκέψη, το παρόν με το παρελθόν, τον εαυτό με τον άλλον. Εκεί όπου η σύνδεση διακόπτεται, η ύπαρξη αιωρείται ανάμεσα στην επιβίωση και την απώλεια της ψυχικής συνοχής.

Η θεραπευτική, ψυχαναλυτική σχέση υπερβαίνει την ερμηνεία του ασυνείδητου. Γίνεται η «από κοινού επιμέλεια του διακένου», η κοινή φροντίδα της ρωγμής ανάμεσα στις καταστάσεις του εαυτού. Από αυτό το διάκενο εκκινεί η θεραπεία όταν καταφέρνουμε  – ως θεραπευόμενοι και ως θεραπευτές – να παραμένουμε μέσα στη σύγχυση, χωρίς να τη σβήνουμε πρόωρα, ώστε να μεταβολιστεί σε σχέση. Στη θεραπευτική σκηνή το διάκενο γίνεται απτό. Η σιωπή που διαδέχεται μια στιγμή έντασης, η απότομη μεταβολή στο βλέμμα, μια φράση που δεν ολοκληρώνεται· όλα αυτά είναι μικρές ρωγμές στο συνεχές της συνείδησης. Αισθανόμαστε τότε κάτι να ραγίζει μέσα μας· ένα είδος μικρής ασυνέχειας, ένα «αδιόρατο ξεκούρδισμα» της εμπειρίας. Η καταστροφική απορρύθμιση που γεννά την αλλαγή. Η προσπάθεια για έλεγχο, ερμηνεία, «μάζεμα» οδηγεί το πεδίο στην ακαμψία.

Αυτή η αμοιβαία διάπλαση δεν είναι πράξη τεχνικής, είναι πράξη σχέσης. Το σώμα, ο τόνος της φωνής, η ικανότητα να αντέχει κανείς τη σιωπή, όλα αυτά αποτελούν μορφές «συμβολικής παρουσίας» που αντισταθμίζουν την αποσύνδεση. Στις στιγμές που το τραύμα επανέρχεται, η σκέψη καταρρέει, και το μόνο που απομένει είναι η αμοιβαία ικανότητα να μη φύγουμε, να στεκόμαστε μαζί, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμη το νόημα, χωρίς να το βιάζουν. Σαν συνύπαρξη στο σκοτάδι χωρία να αποζητούμε το φως. Το διάκενο της αποσύνδεσης είναι ο χώρος που χωράει και την καταστροφή και τη δυνατότητα. Όπως στην έννοια του «caesura» του Bion (1977), η τομή δεν είναι θάνατος· είναι μετάβαση. Το όριο ανάμεσα σε δύο καταστάσεις του εαυτού, σε δύο στιγμές της σχέσης, μπορεί να γίνει σημείο μετασχηματισμού. Το διάκενο μάλλον δεν κλείνει. Παραμένει σαν χαμηλή δόνηση, μια υπενθύμιση της εύθραυστης φύσης κάθε ανθρώπινης σύνδεσης. Η επιβίωση του ψυχικού δεσμού δεν εξασφαλίζεται, ανανεώνεται συνεχώς. Ίσως εκεί βρίσκεται το ουσιώδες της αμοιβαίας διάπλασης. Όχι στη θεραπεία του τραύματος, αλλά στη διαρκή φροντίδα της ρωγμής που προκάλεσε

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Καραμανάβης Γ. Δημήτριος
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.