Η γονεϊκότητα ως μεταμόρφωση

Η γονεϊκότητα ως μεταμόρφωση

Σκέψεις με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου και τη συζήτηση που ακολούθησε

Ηλίας Κουρκούτας

Η γονεϊκότητα ως μεταμόρφωση του κοινού χώρου. Η δοκιμασία της σεξουαλικότητας. Η μετάβαση στη γονεϊκότητα αποτελεί ίσως την πιο ριζική αναδιάταξη που γνωρίζει ένα ζευγάρι. Το κοινό ψυχικό πεδίο, που μέχρι τότε περιείχε κυρίως τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες και τις συγκρούσεις δύο ανθρώπων, καλείται να ανοίξει και να φιλοξενήσει την παρουσία ενός τρίτου. Η σχέση ανοίγει και εάν ήταν γεωμετρία μετατρέπεται από ευθεία  σε τρίγωνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ψυχικό και φαντασιακό επίπεδο. Η έλευση του παιδιού φορτίζει το ζευγάρι με πρωτόγνωρη ευθύνη και συγκίνηση. Ο κοινός χώρος πλουτίζει, αποκτά νέα διάσταση και νόημα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η είσοδος ενός τρίτου στοιχείου επιφέρει μια σημαντική μετατόπιση. Η σεξουαλικότητα του ζευγαριού πλήττεται. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά ζευγάρια αναφέρουν πως «έχασαν τον εαυτό τους ως ερωτικούς συντρόφους» ακριβώς τη στιγμή που έγιναν γονείς.

Η εξήγηση για αυτό το πλήγμα δεν είναι μόνο πρακτική – η κόπωση, η έλλειψη χρόνου ή ιδιωτικότητας. Υπάρχει βαθύτερη ψυχική αιτιολογία. Η γέννηση ενός παιδιού ανακαλεί ασυνείδητες εικόνες για το πώς ήταν οι δικοί μας γονείς ως ζευγάρι. Μέσα στον κοινό χώρο επιστρέφουν πρότυπα φροντίδας, συγκρούσεις, παραλείψεις ή αποτυχημένες προσπάθειες των προηγούμενων γενεών. Το παιδί, με την παρουσία του, γίνεται ασυνείδητος «μάρτυρας» ή «διαιτητής» αυτών των παλιών σεναρίων, με αποτέλεσμα ο κοινός χώρος να γεμίζει με άγχος και προβολές.

Η σεξουαλικότητα βρίσκεται υπό πίεση. Ο ερωτικός δεσμός προϋποθέτει την ικανότητα να βιώνεις τον άλλον ως ξένο, ως διαφορετικό, να κρατάς ζωντανή την ένταση ανάμεσα στην εγγύτητα και τη διαφορά. Όμως η γονεϊκότητα μετατοπίζει το ζευγάρι προς την πλευρά της ασφάλειας και της προσκόλλησης. Ο σύντροφος γίνεται συνεργάτης στην αγωνία της φροντίδας, «συμμαθητής» στο καθήκον της ανατροφής. Η διαμόρφωση του κοινού χώρου προκύπτει γύρω από την ανάγκη για σταθερότητα, και η σεξουαλική ένταση συχνά σβήνει μπροστά στην υπεροχή της ασφάλειας.

Δεν είναι σπάνιο οι σύντροφοι να παραπονιούνται ότι ο ερωτικός τους κόσμος έχει συρρικνωθεί, ότι η σχέση τους μοιάζει περισσότερο με «συνεταιρισμό» παρά με ζωντανό ερωτικό δεσμό. Η γέννηση του παιδιού ενισχύει τη σύνδεση, δίνει αίσθηση νοήματος, αλλά επαναφέρει και τις ευαλωτότητες. Η σεξουαλικότητα μπορεί να βιωθεί σαν απειλή για το νέο ρόλο. Η επιθυμία συγκρούεται με το καθήκον, το πάθος με την ευθύνη. Ο σύντροφος μπορεί να βιωθεί περισσότερο ως γονεϊκός συνεταίρος παρά ως ερωτικός άλλος. Η σεξουαλική πράξη φορτίζεται με αμφιθυμία. Μπορεί να πυροδοτήσει φόβους εγκατάλειψης του παιδιού, αισθήματα ενοχής ή ακόμη και φαντασιώσεις «ακαταλληλότητας».

Η γονεϊκότητα δεν είναι απλώς μια «φάση» που ακολουθεί τον έρωτα. Η ωριμότητα του ζευγαριού σε αυτό το σημείο μετριέται μάλλον με τη δυνατότητα να φιλοξενήσει στον κοινό του χώρο τόσο τη χαρά όσο και την απώλεια, τόσο την εγγύτητα όσο και την απόσταση. Η σεξουαλικότητα είναι ένας ζωντανός δεσμός που απαιτεί να ξαναγεννιέται, ξανά και ξανά, μέσα από τις μεταμορφώσεις της σχέσης.

Ο κοινός ψυχικός χώρος ενός ζευγαριού σπάνια συγκροτείται σε κενό. Αντίθετα, συντίθεται μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων και πιστοτήτων που εκτείνονται πίσω στις γονεϊκές οικογένειες των δύο συντρόφων. Το ζευγάρι δεν συναντάται ποτέ μόνο ως δυάδα· κουβαλά μαζί του τις άλυτες συγκρούσεις, τις ελπίδες και τα άγχη των οικογενειών καταγωγής. Σε ψυχαναλυτικούς όρους, οι μεταβιβάσεις που επηρεάζουν το κοινό πεδίο δεν προέρχονται μόνο από το παιδί προς τους γονείς, αλλά και από τους γονείς προς τα ενήλικα παιδιά τους, τα οποία τώρα γίνονται οι ίδιοι γονείς.

Στην ελληνική κοινωνία αυτό φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερη ένταση. Οικονομικοί, πολιτισμικοί και συναισθηματικοί λόγοι οδηγούν σε στενότερη και πιο διαρκή εμπλοκή των γονεϊκών οικογενειών στη ζωή του ζευγαριού. Η παρατεταμένη συγκατοίκηση, η οικονομική στήριξη, η φροντίδα των παιδιών από παππούδες και γιαγιάδες, όλα αυτά κάνουν τα όρια ανάμεσα στη νέα και στην παλαιά οικογένεια πιο ρευστά. Ο κοινός ψυχικός χώρος του ζευγαριού δεν είναι αμιγώς δικός του· διαπερνάται από φωνές και απαιτήσεις που έρχονται από τις προηγούμενες γενιές.

Η παρέμβαση αυτή μπορεί να πάρει δημιουργική μορφή. Οι παππούδες συχνά προσφέρουν στήριξη, μεταδίδουν εμπειρία, εμπλουτίζουν τον κοινό χώρο με παραδόσεις, ιστορίες, οικογενειακή μνήμη. Ο χώρος αυτός αποκτά βάθος, καθώς συνδέεται με το παρελθόν και την αίσθηση συνέχειας. Ωστόσο, το τίμημα είναι ότι συχνά οι ίδιοι παππούδες διατηρούν άλυτες ανάγκες, να ελέγξουν, να ξαναβιώσουν μέσω των παιδιών τους τη δική τους γονεϊκή επάρκεια, να εξασφαλίσουν ότι δεν θα μείνουν στο περιθώριο. Τότε ο κοινός χώρος του ζευγαριού γίνεται αρένα όπου αναπαράγονται οι συγκρούσεις των γενεών.

Η ελληνική οικογένεια χαρακτηρίζεται από αυτό που κοινωνιολόγοι έχουν ονομάσει «συγκολλητική συνοχή». Ισχυροί δεσμοί αλληλεγγύης που όμως συχνά φλερτάρουν με την παρεμβατικότητα. Έτσι, η μητέρα του ενός ή ο πατέρας του άλλου δεν είναι απλώς συγγενείς. Γίνονται διαρκώς παρόντες στον ψυχικό χώρο της σχέσης. Η νέα μητέρα μπορεί να νιώθει ότι ακόμη παραμένει «κόρη» της δικής της μητέρας· ο νέος πατέρας μπορεί να βιώνει τον εαυτό του ως γιο που χρειάζεται έγκριση από τον δικό του πατέρα. Στο κοινό πεδίο του ζευγαριού μπαίνουν λοιπόν όχι μόνο οι δυο σύντροφοι και το παιδί, αλλά και οι φαντασιωτικές παρουσίες των γονιών τους, με τις αξιώσεις και τα αιτήματά τους.

Κλινικά, δεν είναι σπάνιο ζευγάρια να περιγράφουν τις δυσκολίες τους με όρους που παραπέμπουν όχι σε διαφωνίες μεταξύ τους, αλλά σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις οικογένειες καταγωγής. «Η μητέρα σου μπλέκεται υπερβολικά», «ο πατέρας σου θέλει να αποφασίζει για τα οικονομικά», «οι δικοί μου θέλουν να έχουν λόγο στην ανατροφή του παιδιού». Σε αυτές τις στιγμές, ο κοινός ψυχικός χώρος του ζευγαριού αισθάνεται «κατακλυσμένος» από εξωτερικές φωνές. Αντί να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο, γίνεται πεδίο διαπλοκής οικογενειακών συμφερόντων και άλυτων τραυμάτων.

Στην ελληνική κοινωνία, η οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών και η παράταση της εξάρτησης των νέων ζευγαριών από τις γονεϊκές οικογένειες έχουν εντείνει αυτή την αμφιθυμία. Από τη μια, οι παππούδες θεωρούνται σωτήριοι, καθώς χωρίς τη βοήθειά τους πολλά ζευγάρια δεν θα μπορούσαν να σταθούν. Από την άλλη, η συνεχής εμπλοκή τους διαβρώνει την αίσθηση αυτονομίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κοινός ψυχικός χώρος δοκιμάζεται διαρκώς από την ανάγκη να συνυπάρξουν η εξάρτηση και η διαφοροποίηση.

Οι γονεϊκές οικογένειες συνεχίζουν να δρουν σαν «εσωτερικοί τρίτοι» που διεκδικούν χώρο, και το ζευγάρι χρειάζεται να μάθει να τους ενσωματώνει χωρίς να χάνει τον εαυτό του. Σαν να έχουν γεννηθεί κι άλλα παιδιά. Ο κοινός χώρος μπορεί να συρρικνωθεί ή να καταρρεύσει. Το ζευγάρι εγκλωβίζεται σε συγκρούσεις που στην πραγματικότητα ανήκουν στους γονείς τους, επαναλαμβάνει σενάρια ελέγχου ή εξάρτησης, και αδυνατεί να αναπτύξει τη δική του εσωτερική γλώσσα. Γίνεται τόπος πολυφωνίας, όπου το παρελθόν δίνει υλικό αλλά δεν καθορίζει απόλυτα το παρόν.

Η πρόκληση για το ζευγάρι είναι να αντέξει αυτή την πλημμυρίδα χωρίς να χάσει την αίσθηση του δικού του δεσμού. Ο κοινός χώρος χρειάζεται να αποκτήσει όρια αρκετά διαπερατά ώστε να επιτρέπουν τη σχέση με τις γονεϊκές οικογένειες, αλλά αρκετά σαφή ώστε να μην ακυρώνεται η αυτονομία της δυάδας. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν τα όρια γίνουν υπερβολικά κλειστά, το ζευγάρι κινδυνεύει να αποκοπεί από πολύτιμες πηγές στήριξης. Αν τα όρια μείνουν εντελώς ανοιχτά, ο κοινός χώρος δεν θα είναι ποτέ δικός τους, αλλά θα λειτουργεί υπό συνεχή «κατοχή» των παλαιότερων γενεών.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Καραμανάβης Γ. Δημήτριος
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.