#metoo

#metoo

Το κίνημα  #metoo σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία της θεώρησης των σεξουαλικών αδικημάτων. Η εικόνα του θύτη και του δράστη σεξουαλικών αδικημάτων αμφισβητείται και αποικοδομείται. Είμαστε μάρτυρες της μετάβασης από την αντίληψη του δράστη σεξουαλικών επιθέσεων ως του άνδρα με μακροσκελές ιστορικό προηγούμενων σεξουαλικών αδικημάτων, στο μεσήλικα άντρα, ανώτερης κοινωνικής τάξης. Από το θύτη που επιτίθεται σε άγνωστα θύματα – λόγω ψυχοπαθολογίας,  σεξουαλικών φαντασιώσεων κι αποκλίσεων, αλλά και αδυναμίας να επωφεληθεί από τις, στοιχειώδεις έστω, θεραπευτικές παρεμβάσεις που διατίθενται από το σύστημα δικαιοσύνης – στο δράστη που κατέχει θέση εξουσίας έναντι άλλων. Που για πολύ καιρό έχει αποφύγει κυρώσεις από το εργασιακό «σύστημα». Κατά συνέπεια και από το δικαστικό «σύστημα» ακριβώς λόγω του κύρους του.  

#metoo

Για την ανάδειξη του θέματος το κίνημα #metoo αξιοποιεί κατά κύριο λόγο άτυπες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτές αφορούν, συνήθως σε παραβάτες σε θέσεις εξαιρετικά υψηλού προφίλ, προκειμένου να προσδιοριστούν οι αδικίες που βιώνουν τα θύματα σε ευάλωτες θέσεις. Στην τρέχουσα Ελληνική πραγματικότητα τέτοιες περιπτώσεις καθορίζουν τόσο το σκοπό του κινήματος όσο και την έκκλησή του για αλλαγή. Κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά, ωστόσο, είναι δύσκολο να περιοριστεί η κίνηση σε μία μόνο οπτική. Απλώς επειδή απλώς «εξυπηρετεί» τη δημοσιογραφική κάλυψη και προβολή της. Αποτελεί έναν μίτο που τραβώντας τον φέρνει κοντά κι άλλα θέματα πλην της σεξουαλικής κακοποίησης. Την ανισότητα των φύλων, την  κοινωνική αδικία κι ανισότητα, ίσως ένα νέο φεμνινιστικό κίνημα. Άρα αμέσως καθίσταται κατά κάποιο τρόπο προβληματική η διασαφήνιση της προοπτικής σχετικά με την πορεία, τους στόχους και την ανάπτυξη νέων πολιτικών για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Προϋποθέσεις αλλαγής

Υπάρχουν πολλές απόψεις, για το τί πρέπει να αλλάξει και πώς να δημιουργήθουν οι προϋποθέσεις αλλαγής. Όμως η επιστημονική έρευνα, για την υποστήριξη των απόψεων, υπολείπεται. Για άλλη μια φορά, η επιστημονική κοινότητα αδυνατεί να προηγείται του προβλήματος · έπεται κι ανταποκρίνεται σε αυτό. Διάφορες κοινωνικές ομάδες, κινήματα δικαιωμάτων των θυμάτων κι ακτιβιστές ζητούν άμεσες ενέργειες και μέτρα. Οι κυβερνήσεις πιέζονται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα εφαρμόζοντας νέες πολιτικές και νόμους. Οργανισμοί, ιδρύματα και διάφορες μη κυβερνητικές πρωτοβουλίες εισαγάγουν νέους κανόνες και γνώμονες. Ωστόσο, από ερευνητικής πλευράς δεν έχουμε αναγνωρίσει, καταγράψει κι αντιληφθεί το εύρος, και τις διαφορετικές εκφάνσεις της φύσης του προβλήματος.

Σεξουαλικά αδικήματα

Η επιστημονική κοινότητα κι οι ερευνητές εξετάζουν τα σεξουαλικά αδικήματα, τους παράγοντες κινδύνου και τις πολίτικες πρόληψης και καταστολής, σαν αστυνομικοί, μόνο μετά τα γεγονότα. Το πρώτο κύμα παρατηρήσεων κι επιστημονικών απόψεων σχετικά με τα αδικήματα σεξουαλικής φύσεως προέκυψε από μελέτες κλινικών ψυχολόγων και ψυχιάτρων. Οι Αφορούσαν προσπάθειες προσδιορισμού των δυνατοτήτων αποκατάστασης κι επανένταξης των θυτών-παραβατών. Τα ερωτηματολόγια, οι ψυχολογικές εξετάσεις, οι ψυχομετρικές δοκιμασίες και οι ιατρικές διαγνώσεις προέκυψαν μετά τη διάπραξη του σεξουαλικού τους εγλήματος.

Θύματα

Το δεύτερο κύμα παρατηρήσεων προήλθε από έρευνες που διεξήχθησαν κυρίως στα θύματα των σεξουαλικών αδικημάτων. Οι ερευνητές συναντήθηκαν με θύματα μετά τη σεξουαλική επίθεση. Με στόχο να καταγράψουν πληροφορίες σχετικά με το πλαίσιο της θυματοποίησης, τον τύπο της κακοποίησης, την κατάδειξη του υπευθύνου και τη φύση των συνεπειών της θυματοποίησής τους. Το τρίτο κύμα παρατηρήσεων προήλθε από ερευνητές που εξέτασαν το προφίλ των κατα συρροή παραβατών. Τα χαρακτηριστικά αυτών των ατόμων συλλέχθηκαν, εξετάστηκαν και περιγράφηκαν, πάλι μετά τη τέλεση των σεξουαλικών αδικημάτων.

Ερευνητικά κύματα

Αυτά τα τρία ερευνητικά κύματα διεξήχθησαν με τέτοιο τρόπο ώστε, τα πλούσια ερευνητικά δεδομένα προέκυψαν από την επιστημονική παρατήρηση θυμάτων και θυτών μετά τα γεγονότα. (Lussier & Cale, 2016). Από επιστημονικής πλευράς, όταν αναδύεται ένα νέο φαινόμενο, αυτού του είδους η παρατήρηση είναι απαραίτητη και κατανοητή. Όμως η αλήθεια είναι ότι, μετά από σχεδόν ογδόντα χρόνια μελέτης των σεξουαλικών αδικημάτων, της σεξουαλικής κακοποίησης, της παρενόχλησης, εργασιακής και σεξουαλικής, της υποτίμησης βάσει φύλου, της κοινωνικής ανισότητας βάσει φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και σεξουαλικής ταυτότητας, η έρευνα σε αυτό το ζήτημα βρίσκεται ακόμη μάλλον στη διερεύνηση παρά στην επεξήγηση. Αυτό έχει ως συνέπεια την πιθανή η ανάπτυξη όχι τόσο έγκυρων πολιτικών.

Βασικά ερωτήματα

Το πεδίο αυτής της έρευνας δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα. Όπως π.χ. το εάν μια συγκεκριμένη μεταβλητή ή χαρακτηριστικό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για επικείμενο σεξουαλικό αδίκημα ή συνέπεια του σεξουαλικού εγκλήματος ή απλώς ένα τεχνικό σφάλμα της ανταπόκρισης του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης στον δράστη. Όλοι οι παράγοντες κινδύνου αναγνωρίστηκαν σε μελέτες αναδρομικές (retrospective) και όχι διαχρονικές (longitudinal). Και μάλλον έχουν περιορισμένη αξία ως επεξηγηματικοί παράγοντες των σεξουαλικών αδικημάτων. Τα κενά στην επιστημονική βιβλιογραφία σε αυτόν τον τομέα είναι μεγάλα. Οι δυσκολίες μεγεθύνονται όταν επιθυμούμε να ερευνήσουμε το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης σε συγκεκριμένους πληθυσμούς. Συνεπώς δεν να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε επαρκή προγράμματα πρόληψης και παρέμβασης βάσει τεκμηρίων, χωρίς την επισταμένη και διαχρονική έρευνα στα κοινωνικά σύνολα ή τους εργασιακούς χώρους που μας ενδιαφέρουν επιστημονικά.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.