«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»

 

«Έχω διάγνωση, άρα υπάρχω».

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Περισσότερο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας και την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε μέσω μιας «διαγνωστικής γλώσσας». Ανεξάρτητα εάν διαθέτουμε τη συγκεκριμένη διάγνωση. Πιστεύουμε ότι το αίσθημα της θλίψης, της στεναχώριας μας ορίζει ως καταθλιπτικούς. Ή επειδή μας χαρακτηρίζει η οργάνωση και η καθαριότητα είμαστε ιδεοψυχαναγκαστικοί. Ή επειδή είμαστε ντροπαλοί και δε μας αρέσουν οι συναθροίσεις αυτοπροσδιοριζόμαστε ως πάσχοντες από διαταραχή κοινωνικού άγχους. Η αυτοαναφορά μας με τη χρήση ψυχιατρικού λεξιλογίου και διαγνωστικών κριτηρίων έχει παραφράσει τον Descartes ως «Έχω διάγνωση, άρα υπάρχω».

Aυτοδιάγνωση

Η χρήση της διαγνωστικής ορολογίας για την περιγραφή της ψυχολογικής εμπειρίας, μάλλον δεν αποτελούσε πάντα καταφύγιο του ανθρώπινου νου. Συνήθως η συμμετοχή στα οικογενειακά δρώμενα, σε μια παρέα ή σε μια κοινότητα που ασπάζεται την ίδια κοσμοθεωρία ήταν αρκετή για να μας δώσει την αίσθηση του ανήκειν, της συμμετοχής και της απαρτίωσης της προσωπικότητας. Κατά τη διάρκεια των αιώνων η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη επέβαλλε την αλλαγή των κοσμοθεωριών. Απαιτούσε από εμάς την προσαρμογή σε νέα ήθη, έθιμα, συνήθειες, πεποιθήσεις και τρόπο ζωής.

Η μεταμοντέρνα εποχή σχεδόν απαιτεί από εμάς την αμφισβήτηση των πάντων. Δυσπιστούμε στη θρησκεία, στην κυβέρνηση, στην ιστορία, στην επιστήμη, στις ιδέες, στις παραδόσεις, στις συμπεριφορές, στις ανθρώπινες «βιολογικές ταυτότητες». Αυτοί οι μετασχηματισμοί σίγουρα έφεραν ελευθερία. Παράλληλα όμως είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης στις πεποιθήσεις που στηριχθήκαμε για να φτάσουμε ως εδώ. Που μάλλον έδιναν υπαρξιακό νόημα. Κι αν από τη μια έχουμε γίνει πιο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, έχουμε επίσης γίνει πιο μοναχικοί και «ανώνυμοι». Νομίζω σ αυτό το πλαίσιο προέκυψε ο προσδιορισμός μέσα από την αυτοδιάγνωση.

Διαγνωστικές ετικέτες

Το χάσμα λοιπόν που προέκυψε από τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών γεμίζει από ψυχολογικό λόγο, ο οποίος σήμερα μας δίνει ένα είδος αφήγησης για να προσεγγίζουμε τις εμπειρίες μας. Συνεπώς, τοποθετούμε  πρόθυμα διαγνωστικές ετικέτες, ελπίζοντας να ανακτήσουμε μια αίσθηση ταυτότητας και να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Σε μια ψυχολογικά προσανατολισμένη κουλτούρα, μια διαγνωστική διάλεκτος εκπληρώνει την ανάγκη για κοινή γλώσσα μέσω της οποίας μπορούμε να εκπροσωπούμε τον εαυτό μας και να τον αναγνωρίζουμε. Δεδομένης αυτής της συγκυρίας, η αύξηση των ψυχικών διαταραχών, που οι μελέτες δείχνουν ότι έχουν φτάσει σε διαστάσεις επιδημίας, μπορεί να σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε «άρρωστοι», αλλά ότι έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας.

Βεβαίως και υπάρχουν ψυχικές ασθένειες και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται η ψυχιατρική διάγνωση. Μια διάγνωση μπορεί να φέρει την επικύρωση και την  ανακούφιση, κατά κάποιο τρόπο ξορκίζοντας τις ανησυχίες περί «τρέλλας» ή μιας υποτιθέμενης ασθένειας. Η σωστή διάγνωση μας κάνει πιο κατανοητούς, λιγότερο χαμένους στο χάος των συμπτωμάτων και λιγότερους μόνους στον ψυχικό πόνο. Όταν η ψυχική νόσος ή η διαταραχή λαμβάνει όνομα προσδίδει συνεκτικότητα ίσως και νόημα σε μια δέσμη ψυχολογικών εμπειριών που φαινόταν άσχετες, διάσπαρτες ή ανεξήγητες.

“Ποιός πραγματικά είμαι;”

Ωστόσο, κάθε δυσάρεστη συγκίνηση ή ενοχλητική συμπεριφορά δεν είναι ένα σημάδι μιας ψυχικής διαταραχής. Αυτή η διάκριση έχει σημασία γιατί, όταν μιλάμε για τον εαυτό μας με τη χρήση διαγνωστικής ορολογίας, αποκρύπτουμε άλλες πιθανές εξηγήσεις για τα προβλήματά μας και στέλνουμε το μήνυμα ότι είμαστε άρρωστοι και ευάλωτοι. Οι διαγνώσεις δίνουν την εντύπωση της διαφάνειας και της νοηματοδότησης, αλλά τί ξέρουμε πραγματικά όταν γνωρίζουμε τα συμπτώματά μας; Μιλώντας για τον εαυτό μας χρησιμοποιώντας όρους όπως “Είμαι ΙΨΔ” ή “Είμαι διπολικός” μας δημιουργεί μια ψευδή αίσθηση αυτογνωσίας.

Στην πραγματικότητα, αναφερόμαστε σε ομάδες αποπροσωποποιημένων, γενικών συμπτωμάτων που κατηγοριοποιούνται από ερευνητές που δεν γνωρίζουν τίποτα για εσάς. Το “Ποιός πραγματικά είμαι;” είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση που ικανοποιούμαστε όταν απαντηθεί με ένα όνομα διαταραχής που υπάρχει σε κάποιο ταξινομικό εγχειρίδιο. Χρησιμοποιώντας μια αναλογία: για να «διαγνώσουμε» ένα φυτό ως δέντρο το τάδε εγχειρίδιο λέει μόνο ότι έχει ρίζες, κορμό, κλαδιά και φύλλα, αλλά δεν λέει αν τώρα φέρει καρπούς, τί χρώμα είναι τα λουλούδια του, ποιές καταιγίδες έχει ξεπεράσει , ή ποιά είδη πουλιών προσελκύει.

Λογοτεχνία

Είναι σημαντικό να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να σκεφτούμε αν η κατανόηση του εαυτού μας (και των άλλων) μέσω των διαγνωστικών φακών οδηγεί πραγματικά στην διορατικότητα, την έγνοια και την ίδια την κατανόηση. Δεν είμαστε μόνο ένα σύνολο συμπεριφορών και διαθέσεων που οι ερευνητές συμφώνησαν να αποκαλέσουν κάπως. Κι αν όντως η πρόθεσή μας είναι να βρούμε παρηγοριά στους πόνους μας και να δώσουμε νόημα στις εμπειρίες, ίσως χρειάζεται να στραφούμε στη λογοτεχνία. Υπάρχουν πολλά εξαιρετικά βιβλία που μάλλον μας ταιριάζουν καλύτερα από το DSM ή το ICD.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.