Ενσυναίσθηση. Ο E.A Poe γράφει ότι όταν επιθυμούμε να διαπιστώσουμε το βάθος της σοφίας, της καλοσύνης, της ηλιθιότητας ή και της κακίας κάποιου ή ακόμη και τις σκέψεις που κάνει μια δεδομένη στιγμή, μορφοποιούμε την έκφραση του προσώπου μας -με όση δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια- βάσει της έκφρασης του προσώπου του. Και στη συνέχεια αναμένουμε τις σκέψεις ή τα συναισθήματα που αναδύονται στο μυαλό ή στην καρδιά μας (E.A.Poe, 1844).
Τρόπος
Ο τρόπος που σχετιζόμαστε αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο οι «Άλλοι» αναπαρίστανται στο νου μας, τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίσταται στο νου μας ο «Εαυτός» μας καθώς και το είδος και το επίπεδο της αναπαράστασης στο νου μας της έννοιας της «σχέσης» με τους άλλους. Όταν οι νευροεπιστήμες στη δεκαετία του 1990, ανακάλυψαν κι ανέδειξαν τη λειτουργική σημασία των κατοπτρικών νευρώνων προκλήθηκε ένα είδος Αναγέννησης της Ενσυναίσθησης. Κάποιοι ακόμη θεωρούν ότι η βιολογική βάση της ενσυναίσθησης εδράζεται σ’αυτούς τους νευρώνες. Από την ανακάλυψή τους, οι κατοπτρικοί νευρώνες έχουν μελετηθεί σε ένα ευρύ φάσμα νοητικών και κοινωνικών φαινομένων που σχετίζονται με αυτό που θεωρούμε «ενσυναίσθηση». Όπως π.χ. η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ένα παιδί αναπτύσσει μια «θεωρία του νου» και την ικανότητα να «νοηματοδοτεί», να ψυχικοποιεί, δηλαδή να βιώνει στοχαστικά τον νου του Άλλου καθώς ταυτόχρονα βιώνει τον δικό του (Fonagy et aI., 2002).
Αποτυχία
Πολλά σοβαρά κοινωνικά και προσωπικά θέματα καταλήγουν να αποτελούν αποτυχία ενσυναισθητικής λειτουργίας. Πολλές συζητήσεις και διαφωνίες έχουν προκύψει από τη σχέση ενσυναίσθησης και ηθικής. Από τη μια η ενσυναίσθηση εμφανίζεται ως αυταπόδεικτο κι αυτονόητο ηθικό αγαθό. Προκειμένου να είμαστε σε θέση να νιώθουμε και να καταλαβαίνουμε τους άλλους, να νιώθουμε τον πόνο τους και να γινόμαστε «καλύτεροι άνθρωποι».
Σχέσεις Εξουσίας
Από την άλλη πλευρά, η ενσυναίσθηση έχει κατηγορηθεί ότι παγιώνει τη δυναμική μεταξύ των μελών των διάφορων ομάδων-θεσμών-οργανισμών-τάξεων κι εδραιώνει τους διαχωρισμούς μεταξύ κοινωνικών σχηματισμών κι ισχυροποιεί σχέσεις εξουσίας. Συνεπώς είναι όχι μόνο ηθικά αναποτελεσματική, αλλά κι αμφίσημη. Αυτή η οπτική μας οδηγεί στο ότι είναι λιγότερο πιθανό να αναγνωρίσουμε την ενσυναίσθηση σε ανθρώπους εκτός της ομάδας μας. Η φυλετική προκατάληψη, η προκατάληψη λόγω φύλου ακόμη και η αποστροφή -για διάφορους λόγους- προς τους άλλους, τείνουν να αναιρούν τα ενσυναισθητικά συναισθήματα.
Συνεπώς δημιουργείται και το ερώτημα σχετικά με τον αν η ενσυναίσθηση οφείλει να υπάρχει σε αρμονία με τα κοινωνικά πρότυπα, την ηθική και την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά, που διαπλέκεται με διαστάσεις φυλετικές, φύλου, ταξικής, οικονομικής ακόμη και ποινικής «οριοθέτησης» των ατόμων και των ομάδων/κοινωνικών σχηματισμών τους.
Λέξη
Η ενσυναίσθηση δεν είναι αρχαία ελληνική λέξη. Επινοήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Edward Titchener. Προέκυψε από τη μετάφραση της γερμανικής λέξης Einfühlung. Και σταδιακά απέκτησε και την Ελληνική μετάφρασή της. Ενσυναίσθηση σημαίνει να καθρεφτίζω και να στοχάζομαι τη βιωμένη εμπειρία και το συναίσθημα κάποιου άλλου στο επίπεδο της αντωνυμίας του πρώτου προσώπου.
Ικανότητα
Ορισμένες φορές ορίζεται ως η ικανότητα να μπορούμε να φαντασιωνόμαστε τον πόνο του άλλου. Χρησιμοποιούμε τη φαντασίωση για να βάλουμε με ενσυναίσθηση τον εαυτό μας στη θέση του άλλου ατόμου. Κατά μία άλλη γραμμή σκέψης -όπου δεν χρησιμοποιώ τη φαντασία μου για να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του άλλου ατόμου- συλλογίζομαι κι εικάζω τί μπορεί να βιώνει το άλλο άτομο με βάση τις ενδείξεις της συμπεριφοράς του, τις λεκτικές υποδείξεις του, το βιωμένο μέσω του σώματός του. Ίσως βέβαια η ενσυναίσθηση δεν χρειάζεται να βρίσκεται στο διπλό της φαντασίωσης ή της λογικής. Στο αδιέξοδο μεταξύ της θεωρίας της προσομοίωσης (simulation theory) και της θεωρίας της θεωρίας (theory theory). Σε μια ψευδή κι ανεπαρκή δυαδική σχέση.
Εμπειρία
Η ενσυναίσθηση είναι η εμπειρία της συνείδησης του Άλλου. Είναι ευρεία και πολύ στοιχειώδης. Δεν συνεπάγεται ότι βάζω τον εαυτό μου στη θέση του άλλου. Δεν σημαίνει το να φαντάζομαι ότι ο άλλος έχει νου και στη συνέχεια να προσομοιώνω τη θέση του. Δε γίνομαι ο άλλος. Σχετίζεται με το γεγονός ότι μπορώ να τοποθετηθώ-να υπάρχω στη φυσική παρουσία ενός άλλου ατόμου. Και να αισθάνομαι ότι είναι ξεχωριστό και διαφορετικό πρόσωπο. Δεν χρειάζεται καν να ξέρω τι αισθάνεται, δεν είναι γνωστική λειτουργία. Δεν χρειάζεται να ξέρω αν αισθάνεται πόνο, χαρά, θλίψη, άγχος για να νιώσω ενσυναίσθηση. Βιώνω τη συνείδηση και κάποιες φορές το ασυνείδητο του άλλου ατόμου, αλλά σε δεύτερο πρόσωπο. Και αυτό προϋποθέτει να κρατάω μια διάκριση μεταξύ εμού και των άλλων. Η γραμμή μεταξύ ενσυναίσθησης και ετερότητας είναι λεπτή. (E.Stein,1917)
Cite this page as: Καραμανάβης Γ. Δημήτριος «Ενσυναίσθηση» in psychiatrylarisa, 20.05.2023, https://psychiatrylarisa.gr/ενσυναίσθηση/