Επιπλέουσα ανάμνηση

Επιπλέουσα ανάμνηση

Επιπλέουσα ανάμνηση

Επιπλέουσα ανάμνηση. Αν θυμηθούμε τους εαυτούς μας να μαθαίνουμε κολύμβηση, θα αναγνωρίσουμε ένα παράδοξο. Το υπόστρωμα, δηλαδή το θαλασσινό νερό θα μας κρατήσει στην επιφάνεια, μόνο εάν εμπιστευτούμε ότι θα μας κρατήσει. Ίσως το πρότυπο αυτής της επιπλέουσας ανάμνησης είναι η αμνιακή «θάλασσα», όπου ως έμβρυα υποστηριζόμαστε, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Το βασικό καθήκον της ανθρώπινης εξέλιξης είναι να ανακαλύψουμε ξανά ένα τέτοιο υπόστρωμα, ένα μέσο στο οποίο θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας.

Κοινωνικό μέσο

Αναζητούμε λοιπόν ένα πρωταρχικά κοινωνικό μέσο, ​​ένα που θα υποστηρίζει την εξέλιξη μας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το κοινωνικό μέσο, ​​σε αντίθεση με το αρχικό οργανικό-μητρικό, ​​δεν μπορεί ποτέ να είναι τέλειο. Μπορεί να είναι «αρκετά καλό», αλλά ακόμα και τότε υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μας απογοητεύσει. Η αποτυχία του αντιμετωπίζεται ως καταστροφή, ένα ακατανόμαστο άγχος που οδηγεί στον τρόμο. Στην καθομιλουμένη μιλάμε για ψυχική κατάρρευση, για νευρικό κλονισμό. Μοιάζει με εμπειρία πνιγμού, με πτώση στο κενό, με μουγγό δέος.   

Καταστροφή

Από τη στιγμή της γέννησης αυτή η καταστροφή είναι επικείμενη, μόνιμη και σίγουρη μέσα στην υποκειμενικότητά μας. Θα μπορούσαμε να τη δούμε ως την έκφραση της αντίφασης της φύσης και του ανθρώπινου, της γέννησης και του θανάτου που συμβαδίζουν. Της εκτόξευσης από την πρωταρχική ενδομήτρια μακαριότητα στα νοσοκομειακά σεντόνια της αίθουσας τοκετών. Τί είναι λοιπόν αυτό που φοβόμαστε; Ποια καταστροφή μας παραμονεύει, σαν Ερινύα; Δεν είμαστε σε θέση να το προφέρουμε καθώς δε μπορούμε να το ονομάσουμε.  Όμως υπάρχει, είναι εκεί μέσα μας, το νιώθουμε στις κρίσεις άγχους να χοροπηδάει μέσα στην κοιλία μας και στις βαθιές θλίψεις στο βάθος του στήθους μας.

Ασυνείδητο

Προσπαθούμε με κάθε τρόπο συνειδητό κι ασυνείδητο να το εντοπίσουμε, να εκπροσωπηθεί μόλις νιώσουμε ότι κάτι υπάρχει εκεί. Να αναπαραστήσουμε το μη-αναπαραστήσιμο. Χτίζουμε με κόπο μια ατέλειωτη σειρά ψευδών αναπαραστάσεών μας, με κοινή την ποιότητα του δεν-είμαι. Αυτό μάλλον είναι το κοινωνικό υπόστρωμα, που σταδιακά πλέκει δίχτυ αυτοπροστασίας μακάριου ψεύδους. Ως καλοί πολίτες ξεκουραζόμαστε στους καναπέδες, καθώς ότι μας τρομοκρατεί και μας «αγχώνει» θα μείνει μακριά μας όσο δεν ασχολούμαστε μαζί του. Είναι η βάση μιας παρασιτικής σχέσης εξάρτησης, αναστολής και υποταγής.

Χώρος

Ακριβώς όπως το παιδί απαιτεί ένα διευκολυντικό γονεϊκό χώρο, για να αναπτύξει τις δικές του εσωτερικές ικανότητες, έτσι, ως κοινωνικά όντα, αναζητούμε διευκολυντικούς κοινωνικά διασυνδεδεμένους χώρους μέσω των οποίων μπορούν να αναπτυχθούν οι συλλογικές μας εσωτερικές ικανότητες. Το σώμα του πρωταρχικού τροφού μας ψάχνει αντιπροσώπευση-επαναβίωση στην ατελείωτη σειρά εξωτερικών αναπαραστάσεων – στην οικογένεια, στο κοινωνικό δίκτυο, στην ομάδα, στην κοινότητα, στους κοινωνικούς φορείς, στο κράτος. Αυτά τα κοινωνικά αντικείμενα δε διαθέτουν τη χροιά ή το πρόσημο του καλού ή του κακού. Ο καθένας έχει την ικανότητα να ενεργεί ως περιέκτης νοήματος και άγχους, ο καθένας έχει την ικανότητα να προσομοιώνει έναν τέτοιο περιορισμό, και ο καθένας έχει επίσης την ικανότητα να αποτελεί κακόηθες-στερητικό και όχι καλόηθες-διευκολυντικό κοινωνικό σώμα. Εάν το δεύτερο θεωρηθεί ως εξωτερική, αλλά και εσωτερική πηγή ελπίδας, τότε το πρώτο μπορεί εξίσου να θεωρηθεί τόσο εξωτερίκευση όσο και πηγή της κακοήθους εσωτερικής μας πραγματικότητας.

Αλλαγές

Οι ραγδαίες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές επιφέρουν προφανείς συνέπειες σε κοινωνίες και τοπικές κοινότητες. Επιφέρουν παρατεταμένες περιόδους αβεβαιότητας για τα άτομα, τις οικογένειες, τα κοινωνικά δίκτυα με αποτέλεσμα οι απότομες ή οι σταδιακές αλλαγές να αμφισβητούν παραδοσιακά πρότυπα της πίστης, των κοινωνικών ταυτοτήτων και της σταδιοδρομίας ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό διαταράσσει ή διαρρηγνύει το υπάρχον κοινωνικό υπόστρωμα. Ακολουθεί ένας αγώνας για επιβίωση, ένας αγώνας πρωταρχικά για τη συλλογική ψυχολογική επιβίωση.  

Σύγκρουση

Δε γνωρίζουμε τί την «κάνουμε» τελικά τη σύγκρουση και τη διαφορετικότητα. Τη εξοστρακίζουμε ή εξοστρακιζόμαστε εμείς μακριά της; Αντέχουμε, υπομένουμε ή μεταβολίζουμε; Και τελικά μένουμε σε επαφή με τους κοινωνικούς εαυτούς μας στην προσπάθεια μας να ακολουθούμε το τέμπο τη φυγής, της ενσωμάτωσης, της εξορίας, της παγίδευσης, της απέλασης και της εισβολής; Γίνεται όλο και δυσκολότερο να διασχίζουμε σύνορα. Να αφήνουμε την ασφάλεια των μικρών μας κήπων και των μικρών μας «συμμοριών».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.